νεφρός

νεφρός
ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ)
βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από τον οργανισμό
νεοελλ.
φρ. α) «μού κόπηκαν τα νεφρά» και «άνοιξαν τα νεφρά μου» — καταπονήθηκα, κουράστηκα πολύ
β) «κόβω τα νεφρά κάποιου» — καταβάλλω ή καταπονώ κάποιον
γ) «τεχνητός νεφρός»
ιατρ. μηχανική και φυσικοχημική συσκευή με την οποία αντικαθίσταται η λειτουργία τών νεφρών
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. οι νεφροί ή τα νεφρά
η περιοχή τού σώματος όπου βρίσκονται τα παραπάνω όργανα, η οσφύς
μσν.
φρ. α) «ἀχαμνίζουν [ή βλάπτονται, ή πέφτουν, ή πιάνονται] τὰ νεφρά μου» — καταβάλλομαι, εξασθενώ από μεγάλη κούραση
β) «καταλύω τοὺς νεφρούς» — εξασθενίζω, καταβάλλω κάποιον
αρχ.
1. (στη μαγειρική κατ' ευφημισμόν) οι όρχεις
2. μτφ. η έδρα τών επιθυμιών, τών διαθέσεων («ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νεφρός, που απαντά συνήθως στον πληθ. νεφροί (πρβλ. νεφρό), ανάγεται σε ΙΕ τ. *negwh-ros και αντιστοιχεί ακριβώς στα πρενεστ. nefronẽs και λανουβ. nebrundines. To τελευταίο θα οδηγούσε σε ρίζα *nebh-. To πιθανότερο όμως είναι ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *neghw, δηλ. σε ρίζα με χειλοϋπερωικό φθόγγο (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. nioro, γερμ. Niere, αρχ. σουηδ. niūre). Μερικοί, τέλος, υποστηρίζουν ότι η λ. νεφρός ανάγεται σε διαφορετική μορφή ρίζας, την *engw «πρήξιμο, όγκος», στην οποία ανάγονται και τα ελλ. ἀδήν* και λατ. inguen «αίμα». Η άποψη αυτή εμφανίζει όμως μεγάλες ερμηνευτικές δυσχέρειες (προϋποθέτει αντιμετάθεση τού en σε ne και εναλλαγή τών gwh και gw).
ΠΑΡ. νεφρί(ον), νεφριαίος, νεφρικός, νεφρίτης, νεφριτικός, νεφρίτις
αρχ.
νέφρησις, νεφρίδιος, νεφρώδης
μσν.
νεφριακός
νεοελλ.
νεφραμιά, νεφριδικός, νεφρίδιο, νεφρίνη, νέφρωμα, νεφρωμένος, νεφρώνας, νέφρωση, νεφρωτικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεφροειδής
αρχ.
νεφρομήτρα
νεοελλ.
βλ. νεφρ(ο)-. (Β' συνθετικό) αρχ. περίνεφρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεφρός — νεφρός, ο και νεφρό, το και νεφρί, το το καθένα από τα δύο ουροποιητικά όργανα του ανθρώπινου σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεφρός — kidneys masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Нефролитиаз — (νεφρος почка и λίθος камень) почечные камни или почечный песок. Осадки, образующиеся в почечной лоханке, могут состоять из мочевой кислоты, реже из щавелевокислой извести или из фосфатов (фосфорнокислой извести или фосфорнокислый аммиак… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Нефропиелит — (νεφρος почка и πύελον лоханка) воспаление почечной лоханки; редко бывает самостоятельным и большей частью бывает лишь последствием других заболеваний, острого и хронического нефрита (см.), брюшного тифа, оспы, дифтерита, отравления шпанскими… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • νεφροῖν — νεφρός kidneys masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφροῖο — νεφρός kidneys masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφροῖς — νεφρός kidneys masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφροῖσι — νεφρός kidneys masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφροῖσιν — νεφρός kidneys masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφροί — νεφρός kidneys masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”